Δωρικῆς

Δωρικῆς
Δωρικός
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αι — (I) αἰ (Α) 1. σύνδεσμος υποθετικός τής δωρικής και αιολικής διαλέκτου αντί τού εἰ* 2. «αἴ γὰρ», αντί τού «εἰ γὰρ» για έκφραση ευχής ή επιθυμίας «είθε, μακάρι!» 3. «αἴ κε(ν)» (στον Όμηρο) «αχ και να...» [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να… …   Dictionary of Greek

  • Ελλώτια — Αρχαία γιορτή που διοργανωνόταν στην Κόρινθο, στη Γόρτυνα της Κρήτης και, ίσως, σε άλλες πόλεις. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, τα Ε. τελούνταν στην Κόρινθο προς τιμήν της Αθηνάς. Κατά τη μυθολογική παράδοση, η Ελλώτιδα και η Χρυσή, κόρες του βασιλιά… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • άμπωτις — ( ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη) πτώση τής στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών αρχ. 1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια 2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής 3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αΐτας — ἀίτας, ο (θηλ. ἀῑτις, ιδος) (Α) (λέξη τής δωρικής διαλέκτου που στον Θεόκριτο, 12, 14, εμφανίζεται με τον τύπο αἴτης, ο) 1. ο νέος που αγαπιέται, ο ερωμένος, σε αντίθεση προς το εἰσπνήλας ή εἴσπνηλος (= αυτός που αγαπά, ο ερωτευμένος, ο ερών) 2.… …   Dictionary of Greek

  • αδυ- — πρώτο συνθετικό πολλών συνθέτων λ. τής αρχ. δωρικής διαλέκτου, όπως, λ.χ. ἁδυβόας, ἁδύγλωσσος, ἁδυεπής, ἁδυλόγος, ἁδυμελής, ἁδύπνοος, ἁδύπολις, με θέμα ἁδυ από το δωρ. ἁδύς (γλυκός) αντί τού ιων. ἡδύς (πρβλ. αντίστοιχα ιων. αττ. ἡδυβόης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”